Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

ἀπὸ τοῦ αὐτομάτου

  • 1 ἀπό

    ἀπό, [dialect] Aeol., Thess., Arc., Cypr. [full] ἀπύ Sapph.44, cf. 78, Alc.33, Theoc.28.16,IG12(2).6.45 (Mytil.), ἀπυδόμεναι ib.9(2).594 ([place name] Larissa), 5(2).6 ([place name] Tegea), etc.:—Prep. usually with Gen. but v. infr. B. (Cf. Skt.
    A ápa, Lat. ab, Umbr. ap-ehtre 'ab extra', Goth. af, OE. af, cef, of, etc.) Orig. sense, from. [ ᾰπο?ἀπόX: where ἀπο ¯ is found in [dialect] Ep. before v or liquids (as

    ἀπὸ ἕθεν Il.6.62

    ,

    ἀπὸ νευρῆς 11.664

    , Hes. Sc. 409) ἀπαί was sometimes written in later texts, cf. Eust. 625.11:— [pron. full] metri gr. in [dialect] Ep. compds., such as ἀπονέεσθαι.]
    I OF PLACE, the earliest, and in Hom. the prevailing sense:
    1 of Motion, from, away from,

    ἐσσεύοντο νεῶν ἄπο καὶ κλισιάων Il.2.208

    ; pleonastic, ἀ. Τροίηθεν ib.24.492;

    ἀπ' οὐρανόθεν 8.365

    (later with Advbs.,

    ἀπὸ ἔμπροσθεν LXX Ec.1.10

    , etc.); strengthd.,

    ἐκτὸς ἀ. κλισιης Il.10.151

    ; also ἀπ' αἰῶνος νέος ὤλεο, implying departure from life, ib.24.725; opp. ἐξ, of relatively superficial motion,

    λαμβάνομεν οὔτε ἐκ τῆς γῆς οὐδέν, οὔτ' ἀπὸ τῶν οἰκιῶν X.Mem.2.7.2

    ; similarly of the cause or ground,

    ἐξ ὧν προηγώνισθε καὶ ἀφ' ὧν εἰκάζω Th.4.126

    :— freq. of warriors fighting from chariots, etc.,

    οἱ μὲν ἀφ' ἵππων, οἱ δ' ἀ. νηῶν.. μάχοντο Il.15.386

    ;

    ἀφ' ἵππων μάρνασθαι Od.9.49

    ; so

    ἡ μάχη ἦν ἀφ' ἵππων Hdt.1.79

    ; λαμπὰς ἔσται ἀφ' ἵππων on horseback, Pl.R. 328a;

    ἀφ' ἵππου θηρεύειν X.An.1.2.7

    ;

    ἀ. νεῶν πεζομαχεῖν Th. 7.62

    ;

    ἐν ταῖς ναυσὶν αἰρόμενος τοὺς ἱστοὺς ἀ. τούτων ἐσκοπεῖτο X.HG 6.2.29

    ; ὀμμάτων ἄπο.. κατέσταζον γένυν, of tears, E.Hec. 240: joined with

    ἐκ, ἐκ Κορίνθου ἀ. τοῦ στρατοπέδου Pl.Tht. 142a

    .
    2 of Position, away from, far from,

    μένων ἀ. ἧς ἀλόχοιο Il.2.292

    (cf. ἀπ' ἀνδρὸς εἶναι to live apart from a man or husband, Plu.CG4);

    κεκρυμμένος ἀπ' ἄλλων Od.23.110

    ;

    μοῦνος ἀπ' ἄλλων h.Merc. 193

    ; ἀπ' ὀφθαλμῶν, ἀπ' οὔατος, far from sight or hearing, Il.23.53, 18.272, cf. 22.454;

    ἀ. θαλάσσης ᾠκίσθησαν Th.1.7

    , cf. 46;

    αὐλίζεσθαι ἀ. τῶν ὅπλων Id.6.64

    ;

    ἀπ' οἴκου εἶναι Id.1.99

    ; σπεύδειν ἀ. ῥυτῆρος far from, i.e. without using the rein, S.OC 900; in Hom. freq. strengthd., τῆλε ἀ..., νόσφιν ἀ..., Il.23.880, 5.322; in measurement of distances,

    ὅσον ιέ στάδια ἀ. Φυλῆς X.HG2.4.4

    , etc.; but later the numeral follows

    ἀ., πηγὰς ἔχων ἀ. μ σταδίων τῆς θαλάσσης D.S.4.56

    ;

    ἀ. σταδίων κ τῆς πόλεως Plu.Phil.4

    ; κατεστρατοπέδευσεν ἀ. ν σταδίων fifty stades away, Id.Oth.11, cf. D.Chr.17.17.
    3 of the mind, ἀ. θυμοῦ away from, i. e. alien from, my heart, Il.1.562;

    ἀ. δόξης 10.324

    ;

    οὐ.. ἀ. σκοποῦ οὐδ' ἀ. δόξης Od.11.344

    ;

    ἀ. τοῦ ἀνθρωπείου τρόπου Th.1.76

    ; οὐδὲν ἀ. τρόπου not without reason, Pl.R. 470b; οὐκ ἀ. σκοποῦ, καιροῦ, Id.Tht. 179c, 187e;

    οὐκ ἀ. γνώμης S. Tr. 389

    ;

    οὐκ ἀ. τοῦ πράγματος D.24.6

    ;

    μάλα πολλὸν ἀπ' ἐλπίδος ἔπλετο A.R.2.863

    .
    4 in pregnant sense, with Verbs of rest, previous motion being implied (cf. ἐκ)

    , ἀνὰ δ' ἐβόασεν.. ἀ. πέτρας σταθείς E.Tr. 523

    ; ἀ.τῆς ἐμῆς κεφαλῆς τὴν [ἐκείνου] κεφαλὴν ἀναδήσω, i. e. taking the chaplet off my head, and placing it on his, Pl.Smp. 212e: with Verbs of hanging, where ἐκ is more common,

    ἁψαμένη βρόχον ἀ. μελάθρου Od.11.278

    .
    5 with the Article, where the sense of motion often disappears, οἱ ἀ. τῶν οἰκιῶν φεύγουσιν, i.e. οἱ ἐν ταῖς οἰκίαις φεύγουσιν ἀπ' αὐτῶν, X.Cyr.7.5.23; οἱ ἀ. τῶν πύργων.. ἐπαρήξουσι ib.6.4.18;

    αἴρειν τὰ ἀ. τῆς γῆς Pl.Cra. 410b

    ; αἱ ἵπποι αἱ ἀ. τοῦ ἅρματος v.l. in Hdt.4.8;

    ὁ Ἀθηναῖος ὁ ἀ. τοῦ στρατεύματος X.An.7.2.19

    ;

    τὸν ἀ. γραμμᾶς κινεῖ λίθον Theoc.6.18

    .
    6 partitive, λαχὼν ἀ. ληΐδος αἶσαν part taken from the booty, a share of it, Od.5.40;

    αἴρεσθαι ἀ. τῶν καλπίδων Ar. Lys. 539

    ;

    ἀ. ἑκατὸν καὶ εἴκοσι παίδων εἷς μοῦνος Hdt.6.27

    ;

    ὀλίγοι ἀ. πολλῶν Th.7.87

    , cf. A.Pers. 1023.
    7 Math., of figures described upon a base,

    κῶνον ἀναγράφειν ἀ. κύκλου Archim.Sph.Cyl.1.19

    , etc.; τὸ ἀ. τῆς AB τετράγωνον the square on AB, Euc.1.47, cf. 48; εἴδεα ἀ. .. Archim.Spir.10,11.
    8 ἀ. ἀνθρώπου ἕως γυναικός man and woman, LXX1 Es.9.40; ἀ. ἀρσενικοῦ ἕως θηλυκοῦib.Nu.5.3.
    9 from being, instead of,

    ἀθανάταν ἀ. θνατᾶς.. ἐποίησας Βερενίκαν Theoc.15.106

    .
    10 privative, free from, without,

    ἀ. πάσης ἀκαθαρσίας PLips.16.19

    (ii A. D.);

    ἀ. ζημίας PTeb420.4

    (iii A. D.).
    II OF TIME, from, after, Hom. only in Il.8.54 ἀ. δείπνου θωρήσσοντο rising up from, i.e. after, cf. Hdt.1.133; ἀ. δείπνου εἶναι or γενέσθαι, Id.1.126, 2.78, 5.18, al.;

    ἀ. τοῦ σιτίου πίνειν Hp.Salubr.5

    ;

    ἀ. τῶν σίτων διαπονεῖσθαι X.Lac. 5.8

    ; in narrative, τὸ ἀ. τούτου or το̄δε, from this point onwards, Hdt.1.4,2.99;

    ἀ. τούτου τοῦ χρόνου Id.1.82

    , X.An.7.5.8;

    τὸ ἀπ' ἐκείνου Luc.Tox.25

    ;

    ἡμέρῃ δεκάτῃ ἀφ' ἧς.. Hdt.3.14

    , etc.;

    δευτέρῃ ἡμέρῃ ἀ. τῆς ἐμπρήσιος Id.8.55

    , cf. X.An.1.7.18, etc.;

    ἀφ' οὗ χρόνου Id.Cyr. 1.2.13

    ; more often ἀπ' or ἀφ' οὗ, Hdt.2.44, Th.1.18, etc.;

    ἀφ' οὗπερ A.Pers. 177

    ;

    ἀφ' ἧς Plu.Pel.15

    ; εὐθὺς ἀ. παλαιοῦ, ἀ. τοῦ πάνυ ἀρχαίου, of olden time, Th.1.2,2.15;

    ἀπ' ἀρχᾶς Pi.P.8.25

    , etc.;

    ἀ. γενεᾶς X. Cyr.1.2.8

    ; ἀφ' ἑσπέρας from the beginning of evening, i.e. at eventide, Th.7.29; ἀ. πρώτου ὕπνου ib.43;

    ἀ. μέσων νυκτῶν Ar.V. 218

    ; ἀπ' ἀγροῦ fresh from field-work, Ev.Marc.15.21, cf. 7.4;

    ἀ. νουμηνίας X.An.5.6.23

    ; χρονίζειν ἀ. τοῦ καιροῦ tarry beyond the time, LXX2 Ki. 20.5; ἀ. τέλους ἐννέα μηνῶν at the end of.., ib.24.8;

    γενόμενος ἀ. τῆς ἀρχῆς Plu.Caes.5

    : hence ἀ. ἀγωνοθετῶν an εχ-ἀγωνοθέτης, IG3.398;

    ἀ. λογιστῶν POxy.1103.3

    (iv A. D.); οἱ ἀ. ὑπατείας, = consulares, Hdn.7.1.9, etc.; but ἀ. τινος the freedman of.., IG5(2).50.59(Tegea, ii A. D.), cf.ib.5(1).1391 ([place name] Andania), 1473.
    III OF ORIGIN, CAUSE, etc.:
    1 of that from which one is born, οὐ γὰρ ἀ. δρυός ἐσσι οὐδ' ἀ. πέτρης not sprung from oak or rock, Od.19.163;

    γίγνονται δ' ἄρα ταί γ' ἔκ τε κρηνέων ἀ. τ' ἀλσέων 10.350

    , cf. S.OT 415, OC 571, etc.: sts. ἀπό denotes remote, and ἐκ immediate, descent,

    τοὺς μὲν ἀ. θεῶν, τοὺς δ' ἐξ αὐτῶν τῶν θεῶν γεγονότας Isoc.12.81

    , cf. Hdt.7.150;

    πέμπτη ἀπ' αὐτοῦ γέννα A.Pr. 853

    ; τρίτος ἀ. Διός third in descent from Zeus, Pl.R. 391c; οἱ ἀ. γένους τινός his descendants, Plu. Them.32;

    Περσέως ἀφ' αἵματος E.Alc. 509

    : of the place one springs from,

    ἵπποι.. ποταμοῦ ἄπο Σελλήεντος Il.2.839

    . cf. 849;

    Ἡρακλεῖδαι οἱ ἀ. Σπάρτης Hdt.8.114

    , cf. Th.1.89, etc.;

    τοὺς ἀ. Φρυγίας X.Cyr.2.1.5

    , etc.:hence,
    b metaph. of things,

    Χαρίτων ἄπο κάλλος ἔχουσαι Od.6.18

    ; θεῶν ἄπο μήδεα εἰδώς ib.12;

    γάλα ἀ. βοός A.Pers. 611

    ;

    μῆνις ἀφ' ἡμῶν Id.Eu. 314

    ;

    ἡ ἀφ' ὑμῶν τιμωρία Th.1.69

    ; ὁ ἀ. τῶν πολεμίων φόβος fear inspired by the enemy, X.Cyr.3.3.53.
    c of persons, οἱ ἀ. τῆς χώρας, τῆς πόλεως, country folk, townsfolk, Plb.2.6.8, 5.70.8; and so of connexion with the founder or leader of a sect,

    οἱ ἀ. Πυθαγόρου Luc.Herm.14

    ;

    οἱ ἀ. Πλάτωνος Plu.Brut.2

    ; οἱ ἀ. τοῦ περιπάτου, ἀ. τῆς Στοᾶς, etc., Luc.Cont. 6; generally οἱ ἀ. φιλοσοφίας καὶ λόγων philosophers and learned men, ibid.; οἱ ἀ. σκηνῆς καὶ θεάτρου stage players, Plu.Sull.2;

    οἱ ἀ. τῆς βουλῆς Id.Caes.10

    , etc.; ὁ ἀφ' ἑστίας παῖς, v. ἑστία; ἀπ' ἐξωμίδος with only an ἐξωμίς, S.E.P.1.153.
    2 of the material from or of which a thing is made,

    εἵματα ἀ. ξύλου πεποιημένα Hdt.7.65

    ;

    ἀπ' ὄμφακος τεύχειν οἶνον A.Ag. 970

    , cf. S.Tr. 704;

    ὅσσα ἀ. γλυκερῶ μέλιτος Theoc.15.117

    ;

    ἔνδυμα ἀ. τριχῶν καμήλου Ev.Matt.3.4

    : hence στέφανος ἀ. ταλάντων ἑξήκοντα of or weighing 60 talents, Decr. ap. D. 18.92, cf. Plb.24.1.7, IG2.555.10, al.: hence of value,

    θύεν αἶγα ἀ. δραχμᾶν εἴκοσι GDI3707

    ([place name] Cos);

    κρᾶσις ἀ. τε τῆς ἡδονῆς συγκεκραμένη καὶ ἀ. τῆς λύπης Pl.Phd. 59a

    ; so, by an extension of this use, εἰδεχθής τις ἀ. τοῦ προσώπου ugly of countenance, Thphr.Char.28.4;

    θῆλυν ἀ. χροιῆς Theoc.16.49

    ;

    σεμνὸς ἀ. τοῦ σχήματος Luc.DMort.10.8

    .
    3 of the instrument from or by which a thing is done, τοὺς.. πέφνεν ἀπ' ἀργυρέοιο βιοῖο by arrow shot from silver bow, Il.24.605;

    τόξου ἄπο κρατεροῦ ὀλέκοντα φάλαγγας 8.279

    ;

    ἐμῆς ἀπὸ χειρός 10.371

    , 11.675; so

    ἀ. χειρὸς ἐργάζεσθαι μεγάλα Luc.Hist.Conscr.29

    ; γυμνάζεσθαι ἀ. σκελῶν, χειρῶν, τραχήλου, X.Lac.5.9;

    μάχεσθαι ἀ. ἄκοντος Str.17.3.7

    ;

    ἡ ἀ. τοῦ ξίφους μάχη D.S.5.29

    ;

    βάπτειν τὸν δάκτυλον ἀ. τοῦ αἵματος LXX Le.4.7

    .
    4 of the person from whom an act comes, i.e. by whom it is done,

    οὐδὲν μέγα ἔργον ἀπ' αὐτοῦ ἐγένετο Hdt.1.14

    ;

    ζήτησιν ἀ. σφέων γενέσθαι Id.2.54

    ;

    ἐπράχθη οὐδὲν ἀπ' αὐτῶν ἔργον ἀξιόλογον Th.1.17

    , cf. 6.61;

    ἀ. τινος ὄνασθαι Pl.R. 528a

    , etc.; so τἀπ' ἐμοῦ, τἀπὸ σοῦ, E.Tr.74, S.OC 1628;

    τὰ ἀ. τῶν Ἀθηναίων Th.1.127

    ; in later Greek freq. of the direct agent, Plb.1.34.8, Str.5.4.12, D.H.9.12, Ev.Luc.9.22, J.AJ20.8.10, etc.; in codd. this may sts. be due to confusion with ὑπό, but cf. PMag.Par.1.256, BGU 1185.26(Aug.), SIG820.8(Ephesus, i A. D.), etc.
    5 of the source from which life, power, etc., are sustained,

    ζῆν ἀπ' ὕλης ἀγρίης Hdt.1.203

    ; ἀ. κτήνεων καὶ ἰχθύων ib. 216;

    ἀ. πολέμου Id.5.6

    ;

    ἀπ' ἐλαχίστων χρημάτων X.Mem.1.2.14

    ;

    ἀ. τῆς ἀγορᾶς Id.An.6.1.1

    ;

    τρέφειν τὸ ναυτικὸν ἀ. τῶν νήσων Id.HG4.8.9

    , cf. Th.1.99;

    ἀ. τῶν κοινῶν πλουτεῖν Ar.Pl. 569

    , cf. D.24.124;

    ἀ. μικρῶν εὔνους.. γεγένησαι Ar.Eq. 788

    , cf. D.18.102;

    ἀφ' ὥρας ἐργάζεσθαι

    quaestum corpore facere,

    Plu. Tim.14

    .
    6 of the cause, means, or occasion from, by, or because of which a thing is done,

    ἀ. τούτου κριοπρόσωπον τὤγαλμα τοῦ Διὸς ποιεῦσι Hdt.2.42

    ; ἀ. τινος ἐπαινεῖσθαι, θαυμάζεσθαι, ὠφελεῖσθαι, Th.2.25,6.12, X.Cyr.1.1.2;

    ἀ. τῶν ξυμφορῶν διαβάλλεσθαι Th.5.17

    ;

    τὴν ἐπωνυμίαν ἔχειν ἀ. τινος Id.1.46

    ;

    ἀ. λῃστείας τὸν βίον ἔχειν X.An. 7.7.9

    ;

    ἀπ' αὐτῶν τῶν ἔργων κρίνειν D.2.27

    ; ἀ. τοῦ πάθους in consequence of.., Th.4.30;

    βλάπτειν τινὰ ἀ. τινος Id.7.29

    ;

    κατασκευάσαντα τὸ πλοῖον ἀφ' ὧν ὑπελάμβανε σωθήσεσθαι D.18.194

    ; τρόπαιον ἀ. τινος εἱστήκει on occasion of his defeat, Id.19.320; τλήμων οὖσ' ἀπ' εὐτόλμου

    φρενός A.Ag. 1302

    , cf. 1643; ἀ. δικαιοσύνης by reason of it (v. l. for ὑπό), Hdt.7.164; ἀ. τῶν αὐτῶν λημμάτων on the same scale of profits, D.3.34, etc.; for ὅσον ἀ. βοῆς ἕνεκα, v. ἕνεκα: hence in half adverbial usages, ἀ. σπουδῆς in earnest, eagerly, Il.7.359; ἀ. τοῦἴσου, ἀ. τῆς ἴσης, or ἀπ' ἴσης, equally, Th.1.99,15, D.14.6, etc.;

    ἀπ' ὀρθῆς καὶ δικαίας τῆς ψυχῆς Id.18.298

    ;

    ἀ. ἀντιπάλου παρασκευῆς Th.1.91

    ; ἀ. τοῦ προφανοῦς openly, ib.35; ἀ. τοῦ εὐθέος straightforwardly, Id.3.43; ἀ. τοῦ αὐτομάτου of free-will, Pl.Prt. 323c; ἀ. γλώσσης by word of mouth, Hdt.1.123 (but also, from hearsay, A.Ag. 813);

    ἀ. στόματος Pl.Tht. 142d

    ; ἀπ' ὄψεως at sight, Lys.16.19; ἀ. χειρὸς λογίζεσθαι on your fingers, Ar.V. 656;

    πεύθομαι δ' ἀπ' ὀμμάτων νόστον A.Ag. 988

    ; ὀμμάτων ἄπο in the public gaze, E.Med. 216;

    ἀ. τοῦ κυάμου ἄρχοντας καθίστασθαι X.Mem.1.2.9

    ;

    ἡ βουλὴ ἡ ἀ. τοῦ κυάμου Th.8.66

    , cf. IG1.9;

    τοὺς ἀ. τοῦ κυάμου δισχιλίους ἄνδρας Arist.Ath.24.3

    ; τριηράρχους αἱρεῖσθαι ἀ. τῆς οὐσίας Decr. ap. D.18.106; ἀφ' ἑαυτοῦ from oneself, on one's own account, Th.8.6, etc.;

    ἀφ' ἑαυτοῦ γνώμης Id.4.68

    ; ἀ. συνθήματος, ἀ. παραγγέλματος, by agreement, by word of command, Hdt.5.74, Th.8.99; ἀ. σάλπιγγος by sound of trumpet, X.Eq.Mag.3.12 (s.v.l.); ἐπίτροπος ἀ. τῶν λόγων, = Lat. procurator a rationibus, Ann.Epigr..1913.143a (Ephesus, ii A. D.).
    7 of the object spoken of, τὰ ἀ. τῆς νήσου οἰκότα ἐστί the things told from or of the island.., Hdt.4.195, cf. 54, 7.195;

    νόμος κείμενος ἀ. τῶν τεχνῶν Ar.Ra. 762

    .
    B in Arc., Cypr., ἀπύ takes dat., ἀπὺ τᾷ [ἁμέρᾳ] IG5(2).6 ([place name] Tegea);

    ἀπὺ τᾷ ζᾷ Inscr.Cypr.135.8

    H. ([place name] Idalion).
    2 in later Greek ἀπό is found c. acc., PLond.1.124.30 (iv/v A. D.).
    C in Hom. frequent with Verbs in tmesi, as Il.5.214, etc., and sts. in Prose, as Hdt.8.89.
    1 asunder, as ἀποκόπτω, ἀπολύω, ἀποτέμνω: and hence, away, off, as ἀποβάλλω, ἀποβαίνω; denoting, remoual of an accusation, as ἀπολογέομαι, ἀποψηφίζομαι.
    2 finishing off, completing, ἀπεργάζομαι, ἀπανδρόω, ἀπανθρωπίζω, ἀπογλαυκόω.
    3 ceasing from, leaving off, as ἀπαλγέω, ἀποκηδεύω, ἀπολοφύρομαι, ἀποζέω, ἀπανθίζω, ἀφυβρίζω.
    4 back again, as ἀποδίδωμι, ἀπολαμβάνω, ἀπόπλους: also, in full, or what is one's own, as ἀπέχω, ἀπολαμβάνω: freq. it only strengthens the sense of the simple.
    5 by way of abuse, as in ἀποκαλέω.
    6 almost = ἀ- priv.; sts. with Verbs, as ἀπαυδάω, ἀπαγορεύω; more freq. with Adjectives, as ἀποχρήματος, ἀπότιμος, ἀπόσιτος, ἀπόφονος.
    E ἄπο, by anastrophe for ἀπό, when it follows its Noun, as

    ὀμμάτων ἄπο S.El. 1231

    , etc.; never in Prose.
    2 ἄπο for ἄπεστι, Semon.1.20, Timocr.9.

    Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀπό

  • 2 αὐτόματος

    αὐτό-μᾰτος, η, ον, Hom. and [dialect] Att.; ος, ον Hes.Op. 103, Arist.GA 762a9, Philetaer. 1 D., Hp.EP19 in Hermes 53.65.
    1 of persons, acting of one's own will, of oneself,

    αὐ. δέ οἱ ἦλθε Il.2.408

    ;

    αὐ. φοιτῶσι Νοῦσοι Hes.Op. 103

    ;

    αὐ. ἥκω Ar.Pl. 1190

    , cf. Th.6.91, D.S.2.25, etc.
    2 of inanimate things, self-acting, spontaneous, of the gates of Olympus,

    αὐτόμαται δὲ πύλαι μύκον οὐρανοῦ Il.5.749

    ; of the tripods of Hephaistos, which ran of themselves,

    ὄφρα οἱ αὐτόματοι.. δυσαίατ' ἀγῶνα 18.376

    , cf. Pl.Com.188;

    ὅπλα.. αὐ. φανῆναι ἔξω προκείμενα τοῦ νηοῦ Hdt.8.37

    ;

    τὰ αὐ.

    marionettes,

    Arist.GA 734b10

    , Hero Aut. passim: generally, spontaneous,

    βίος Pl.Plt. 271e

    ;

    ἔπαινος Epicur. Sent.Vat.64

    .
    3 of natural agencies,

    ὁ ποταμὸς αὐ. ἐπελθών

    of itself,

    Hdt.2.14

    ; of plants, growing of themselves,

    αὐ. ἐκ τῆς γῆς γίνεται Id.3.100

    ;

    αὐ. φύεσθαι Id.2.94

    , Thphr.Fr.171.11;

    κύτισος αὐ. ἔρχεται Cratin.98.8

    : metaph.,

    αὐτόματα πάντ' ἀγαθὰ.. ποριζεται Ar. Ach. 976

    , cf. Cratin.160; of philosophers,

    αὐ. ἀναφύονται Pl.Tht. 180c

    .
    4 of events, happening of themselves, without external agency,

    αὐ. δεσμὰ διελύθη E.Ba. 447

    ; αὐ. θάνατος natural death, D. 18.205;

    κόποι αὐ.

    not to be accounted for externally,

    Hp.Aph.2.5

    ;

    ἀπό τινος αἰτίας αὐτομάτης Pl.Sph. 265c

    ; without visible cause, accidental, opp. ἀπὸ πείρης, Hdt.7.9.γ.
    II αὐτόματον, τό, accident,

    τὸ αὐ. αἰτιᾶσθαι Lys.6.25

    ;

    σε ταὐ. ἀποσέσωκε Men.Epit. 568

    ;

    διὰ τὸ αὐ. Arist.Ph. 195b33

    ;

    τὸ αὐ. ἀγαπῶντες Id.Ath.8.5

    ; τῷ αὐ., opp. τέχνῃ, Id.Metaph. 1070a7: most freq. in the form ἀπὸ τοῦ αὐτομάτου or

    ἀπὸ ταὐτομάτου, ἀποθανέειν ἀπὸ τοῦ αὐ. Hdt.2.66

    , cf. Th.2.77, Pl. Ap. 38c, al., Arist.Po. 1452a5, al., Men.Pk.31;

    ἐκ τοῦ αὐ. X.An.1.3.13

    ; τὸ Αὐ. personified, Ath.Mitt.35.458 (Pergam.);

    ταὐτόματόν ἐστιν ὡς ἔοικέ που θεός Men.291

    .
    III Adv. -τως, = ἀπὸ ταὐτομάτου, v.l. in Hdt.2.180, Hp.Fract.43, Arist.PA 640a27, al., Theoc.21.27; of itself,

    κοχλίας αὐ. βαδίζων Plb.12.13.11

    :—also αὐτοματεί or - τί (q.v.).

    Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > αὐτόματος

  • 3 τύχη

    τύχη [pron. full] [ῠ], , [dialect] Boeot. [full] τιούχα IG7.2809.1 (Hyettus, iii B. C.), [full] τούχα ib.3083 (Lebad., iii B. C.): (
    A

    τεύχω, τυγχάνω A. 1.2

    ):—the act of a god,

    τύχᾳ δαίμονος Pi.O.8.67

    ;

    ἄπαιδές ἐσμεν δαίμονός τινος τύχῃ E.Med. 671

    ;

    τύχᾳ θεῶν Pi.P.8.53

    ; σὺν θεοῦ τύχᾳ, σὺν Χαρίτων τύχᾳ, Id.N.6.24, 4.7;

    θείῃ τύχῃ Hdt.1.126

    , 3.139, 4.8, 5.92.

    γ; ἐὰν θεία τις συμβῇ τ. Pl.R. 592a

    ;

    θείᾳ τινὶ τύχῃ Id.Ep. 327e

    ;

    ἐκ θείας τύχης S.Ph. 1326

    ;

    δαιμονίως ἔκ τινος τ. Pl.Ti. 25e

    ;

    πῶς οὖν μάχωμα θνητὸς ὢν θείᾳ τύχῃ; S.Fr. 196

    ; ἆρα θείᾳ κἀπόνῳ τάλας τύχῃ [ὄλωλε]; Id.OC 1585;

    ἐμὲ.. δαιμονία τις τύχη κατέχει Pl.Hp.Ma. 304c

    :

    ἄσημα δ' ου'κέτ' ε'στὶν οἷ φθίνει τύχα Κύπριδος E.Hipp. 371

    (lyr.);

    ἐξεπλήσσου τῇ τ. τῇ τῶν θεῶν Id.IA 351

    (troch.);

    δαίμονος τύχα βαρεῖα Id.Rh. 728

    (lyr.);

    τὰς.. δαιμόνων τ. ὅστις φέρει κάλλιστα Id.Fr.37

    .
    b the act of a human being, πέμψον τιν' ὅστις σημανεῖ—ποίας τύχας; will order—what action? Id.IT 1209 (troch.).
    2 esp. ἀναγκαία τύχη, as a paraphrase for Ἀνάγκη, Necessity, Fate,

    τέθνηκ' Ὀρέστης ἐξ ἀναγκαίας τύχης S.El. 48

    ;

    τῆς ἀ. τ. οὐκ ἔστιν οὐδὲν μεῖζον ἀνθρώποις κακόν Id.Aj. 485

    ; πρόστητ' ἀ. τ. ib. 803;

    εἴ τις ἀ. τ. γίγνοιτο Pl.Lg. 806a

    : also pl.,

    ἀλλ' ἥκομεν γὰρ εἰς ἀναγκαίας τύχας θυγατρὸς αἱματηρὸν ἐκπρᾶξαι φόνον E. IA 511

    .
    II regarded as an agent or cause beyond human control:
    1 fortune, providence, fate,

    πάντα τύχη καὶ μοῖρα, Περίκλεες, ἀνδρὶ δίδωσι Archil.16

    ;

    ἡμῖν ἐκ πάντων τοῦτ' ἀπένειμε τύχη Simon.100

    ;

    πύργοις δ' ἀπειλεῖ δείν', ἃ μὴ κραίνοι τύχη A.Th. 426

    ;

    ἐπ' εὐμενεῖ τύχᾳ Pi.O.14.15

    ;

    μετὰ τύχης ευ'μενοῦς Pl.Lg. 813a

    ;

    κατελθὼν δεῦρο πρευμενεῖ τύχῃ A.Ag. 1647

    ;

    ὁρμώμενον βροτοῖσιν εὐπόμπῳ τύχῃ Id.Eu.93

    : personified,

    Σώτειρα Τύχα Pi.O.12.2

    ;

    Τ. Σωτήρ A. Ag. 664

    , cf. S.OT80; ἐμαυτὸν παῖδα τῆς Τ. νέμων τῆς εὖ διδούσης ib. 1080; <

    Τύχα>.. Προμαθείας θυγάτηρ Alcm.62

    , cf. Pi.Fr.41, D.Chr. 63.7;

    πάντων τύραννος ἡ Τύχη 'στὶ τῶν θεῶν Trag.Adesp.506

    , cf. 505;

    Τύχα, μερόπων ἀρχά τε καὶ τέρμα.. προφερεστάτα θεῶν Lyr.Adesp.139

    .
    2 chance, regarded as an impersonal cause,

    τύχη φορὰ ἐξ ἀδήλου εἰς ἄδηλον, καὶ ἡ ἐκ τοῦ αὐτομάτου αἰτία δαιμονίας πράξεως Pl.Def. 411b

    ; coupled with τὸ αὐτόματον, Arist.Ph. 195b31, al.; defined as

    αἰτία ἄδηλος ἀνθρωπίνῳ λογισμῷ Stoic.2.281

    ;

    πειρῶ τύχης ἄνοιαν ἀνδρείως φέρειν Men.812

    ;

    τὰ τῆς τύχης φέρειν δεῖ γνησίως τὸν εὐγενῆ Antiph.281

    , cf. Apollod.Com.17, Alex.252, Men. 205;

    οὐκ ἔχουσιν αἱ τ. φρένας Alex.287

    ;

    τῆς ἀναγκαίας μέν, ἀγνώμονος δὲ τ. οὐχ ὡς δίκαιον ἦν, ἀλλ' ὡς ἐβούλετο, κρινάσης τὸν ἀγῶνα D.Ep.2.5

    ; personified and said to be blind, Men.417b, Kon.14, Plu. 2.98a;

    τί δ' ἂν φοβοῖτ' ἄνθρωπος, ᾧ τὰ τῆς τ. κρατεῖ, πρόνοια δ' ἐστὶν οὐδενὸς σαφής; S.OT 977

    ; ἂν μὲν ἡ τ. συνεπιλαμβάνηται.., ἂν δ' ἀντιπίπτῃ τὰ τῆς τ., Plb.2.49.7,8;

    ἡ Τ. σχεδὸν ἅπαντα τὰ τῆς οἰκουμένης πράγματα πρὸς ἓν ἔκλινε μέρος Id.1.4.1

    , cf. 1.63.9, 2.38.5, 36.17.1;

    τῆς Τ. ὥσπερ ἐπίτηδες ἀναβιβαζούσης ἐπὶ σκηνὴν τὴν τῶν Ῥοδίων ἄγνοιαν Id.29.19.2

    , cf. 23.10.16, Dem.Phal.39J.; οὐκ ἂν ἐν τύχῃ γίγνεσθαι σφίσι would not depend on chance, Th.4.73;

    ὁ πόλεμος φιλεῖ ἐς τύχας περιίστασθαι Id.1.78

    , cf. 69; τύχῃ by chance, S.Ant. 1182, Ph. 546, Th.1.144, etc.; opp. φύσει, Pl.Prt. 323d; ἀπὸ τύχης, opp. ἀπὸ παρασκευῆς, Lys.21.10; opp. ἀπὸ φύσεως, Arist. Metaph. 1032a29;

    ἀπὸ τ. ἀπροσδοκήτου Pl.Lg. 920d

    ;

    ἐκ τύχης Id.Phdr. 265c

    , R. 499b, etc.;

    διὰ τύχην Isoc.4.132

    , 9.45;

    δίκαιος οὐδεὶς ἀπὸ τύχης οὐδὲ διὰ τὴν τ. Arist.Pol. 1323b29

    ;

    κατὰ τύχην Th.3.49

    , X.HG3.4.13;

    τῆς τ. εὖ μετεστεώσης Hdt.1.118

    ;

    τὸ τῆς τ. ἀφανές E.Alc. 785

    , cf. D.4.45.
    III regarded as a result:
    1 good fortune, success,

    δὸς ἄμμι τ. εὐδαιμονίην τε h.Hom.11.5

    ;

    μοῦνον ἀνδρὶ γένοιτο τ. Thgn.130

    ;

    τ. μόνον προσείη Ar.Av. 1315

    (lyr.);

    εἴ οἱ τ. ἐπίσποιτο Hdt.7.10

    .δ, cf. 1.32; σὲ γὰρ θεοὶ ἐπορῶσι· οὐ γὰρ ἄν.. ἐς τοσοῦτο τύχης ἀπίκευ ib. 124;

    ἐπειδήπερ ἐν τούτῳ τύχης εἰσί Th.7.33

    ;

    σὺν τύχᾳ Pi.N.5.48

    , cf. S.Ph. 775; σὺν τ. τινί A Ch.138, cf. Th.472;

    τύχᾳ Pi.N.10.25

    , E.El. 594 (lyr.); οὐ πεποιθότες τύχῃ not believing in our good fortune, A.Ag. 668; γλῶσσαν ἐν τύχᾳ νέμων ib. 685 (lyr.); σοφῶν γὰρ ἀνδρῶν ταῦτα, μὴ 'κβάντας τύχης, καιρὸν λαβόντας, ἡδονὰς ἄλλας λαβεῖν without stepping out of success already attained, E.IT 907;

    τὰς γὰρ παρούσας οὐχὶ σῴζοντες τ. ὤλοντ' ἐρῶντες μειζόνων ἀβουλίᾳ Id.Fr. 1077

    : c. gen. rei,

    Ζεῦ τέλει', αἰδῶ δίδοι καὶ τύχαν τερπνῶν γλυκεῖαν Pi.O.13.115

    .
    2 ill fortune,

    τὰς ἐκ θεῶν τύχας δοθείσας.. φέρειν S.Ph. 1317

    ; κατὰ τύχας in misfortune, opp.κατὰ.. εὐπραγίας, Pl.Lg. 732c;

    τοιαύτῃσι περιέπιπτον τύχῃσι Hdt. 6.16

    ; τύχῃ by ill-luck, opp. ἀδικίᾳ, Antipho 6.1; opp. προνοίᾳ, Id.5.6; ἔστιν ἡ τ. τοῦ ἄρξαντος the ill-luck is his who began the fray, Id.4.4.8; of death, ἢν χρήσωνται τύχῃ, i. e. if they are killed, E.Heracl. 714, cf. And.1.120, X.Cyn.5.29;

    δεχομένοις λέγεις θανεῖν σε, τὴν τ. δ' αἱρούμεθα A.Ag. 1653

    ;

    τ. ἑλεῖν Id.Supp. 380

    , cf. Pr. 106, 274, 290 (anap.);

    ὦ τῆς ἀώρου θύγατερ ἀθλία τύχης E.Hec. 425

    : personified, εἰ μὴ τὴν Τ. αὐτὴν λέγεις *misfortune herself, ib. 786.
    3 in a neutral sense, mostly in pl. 'fortunes',

    ποίαις ὁμιλήσει τύχαις Pi. N.1.61

    ;

    πρὸς τὸ παρὸν ἀεὶ βουλεύεσθαι καὶ ταῖς τ. ἐπακολουθεῖν Isoc.6.34

    ; τὴν ἐλπίδ' οὐ χρὴ τῆς τ. κρίνειν πάρος the event, S.Tr. 724;

    ἐπὶ τῇσι παρεούσῃσι τύχῃσι Hdt.7.236

    ;

    ἐγὼ δὲ τὴν παροῦσαν ἀντλήσω τ. A.Pr. 377

    ;

    φέρειν ἀνάγκη τὰς παρεστώσας τ. E.Or. 1024

    : c. gen. rei,

    κοινὰς εἶναι τὰς τ. τοῖς ἅπασι καὶ τῶν κακῶν καὶ τῶν ἀγαθῶν Lys.24

    . 22.
    4 the quality of the fortune or fate may be indicated by an Adj., ἀγαθὴ τ. or ἡ ἀγαθὴ τ., A.Ag. 755 (lyr.), Ar. Pax 360, D.Ep.4.3, etc.;

    πολλῇ χρῷτ' ἂν ἀγαθῇ τ. Pl.Lg. 640d

    ; freq. in prayers and good wishes,

    εὐχώμεσθα Διὶ.. θεσμοῖς τοῖσδε τ. ἀγαθὴν καὶ κῦδος ὀπάσσαι Sol.[31]

    ; θεὸς τ. ἀγαθάν (sc. δότω) GDI1930, al. (Delph., ii B. C.): in nom.,

    θεός, τύχα ἀγαθά IG42(1).47.1

    , 121.1 (Epid., iv B.C.), 73.1 (ibid., iii B.C.): freq. in dat., ἀγαθῇ τύχῃ by God's help, Lat. quod di bene vortant, ἀγαθᾷ τύχᾳ ib.103.119 (ibid., iv B. C.);

    ἀλλ' ἴωμεν ἀγαθῇ τ. Pl.Lg. 625c

    ;

    ταῦτα ποιεῖτ' ἀγ. τ. D.3.18

    ;

    τύχῃ ἀγαθῇ And. 1.120

    , Pl.Smp. 177e, Cri. 43d, etc.; in Com. with crasis,

    ἡγοῦ δὴ σὺ νῷν τύχἀγαθῇ Ar.Av. 675

    , cf. 436, Ec. 131, Nicostr.Com.19; as a formula in treaties, decrees, etc., Αάχης εἶπε, τύχῃ ἀγαθῇ τῇ Ἀθηναίων ποιεῖσθαι τὴν ἐκεχειρίαν Decr. ap. Th.4.118, etc.;

    ἀγ. τ. τῇ Ἀθηναίων IG12.39.40

    ; also

    ἐπ' ἀγαθῇ τ. Ar.V. 869

    , cf. Pl.Lg. 757e; μετ' ἀγαθῆς τ. ib. 732d; τύχῃ ἀμείνονι, ἐπ' ἀμείνοσι τύχαις, ib. 856e, 878a; also

    τύχᾳ σὺν ἔσλᾳ Sapph.Supp.9.4

    ;

    ἐπὶ τύχῃσι χρηστῇσι Hdt.1.119

    : with κακός or equivalent words,

    τ. παλίγκοτος A.Ag. 571

    ;

    ἡ δέ τοι τ. κακὴ μὲν αὕτη γ' ἀλλὰ συγγνώμην ἔχει S.Tr. 328

    ;

    ἐν τοιᾷδε κείμενος κακῇ τ. Id.Aj. 323

    ;

    τίς τῆσδ' ἔτ' ἐχθίων τύχη; A. Pers. 438

    ;

    πρὶν αἰσχρᾷ περιπεσεῖν τύχῃ τινί E.Hec. 498

    ;

    ὅταν τις ἡμῶν δυστυχῆ λάβῃ τ. Id.Tr. 471

    , cf. Th.5.102;

    ἀλιτηριώδης τ. Pl. Lg. 881e

    ;

    ποινὴν καὶ κακὴν τ. S.E.M.5.16

    .
    5 with gen. (or possess. Adj.) of the person who enjoys or endures the fortune or fate,

    τῶν ἐν Θερμοπύλαις θανόντων εὐκλεὴς μὲν ἁ τύχα, καλὸς δ' ὁ πότμος Simon.4.2

    ;

    θεῶν δ' ὄπιν ἄφθιτον αἰτέω, Εέναρκες, ὑμετέραις τύχαις Pi.P.8.72

    ;

    ὤμοι βαρείας ἆρα τῆς ἐμῆς τ. S.Aj. 980

    ;

    κατεδάκρυσε τὴν ἑαυτοῦ τ. X.Cyr.5.4.31

    ;

    ἐπὶ τῇ τῶν Ἀρκάδων τ. ἥσθησαν Id.HG7.1.32

    ;

    πρὸς τὰς τ. τῶν ἐναντίων ἐπαίρεσθαι Th.6.11

    ;

    τῆς ὑμετέρας τ. D.1.1

    ;

    τὴν ἰδίαν τ. τὴν ἐμὴν καὶ τὴν ἑνὸς ἡμῶν ἑκάστου Id.18.255

    .
    IV the τ. or ἀγαθὴ τ. of a person or city is sts. thought of as permanently belonging to him or it, as a faculty for good fortune, destiny, almost = δαίμων 1.2, 11.3,

    τὸν δαίμονα καὶ τὴν τ. τὴν συμπαρακολουθοῦσαν τῷ ἀνθρώπῳ φυλάξασθαι Aeschin.3.157

    ;

    ἐπισφαλές ἐστι πιστεύειν ἀνδρὸς ἑνὸς τύχῃ τηλικαῦτα πράγματα Plu.Fab.26

    ;

    νὴ τὴν σὴν τ. Arr.Epict.2.20.29

    : personified,

    θύειν Τύχῃ Ἀγαθῇ πατρὸς καὶ μητρὸς Ποσειδωνίου κριόν SIG1044.34

    (Halic., iv/iii B. C.); a statue of the Τύχη of the City of Antioch executed by Eutychides, Paus.6.2.7: so of rulers,

    ἀγαθῇ τύχῃ τῇ Πτολεμαίου τοῦ Σωτῆρος OGI16

    (Halic., iii B.C.);

    διὰ τὴν τ. τοῦ θεοῦ καὶ κυρίου βασιλέως BGU1764.8

    (i B. C.);

    νὴ τὴν Καίσαρος τ. Arr. Epict.4.1.14

    ;

    ὀμνύω τὴν.. Σεβαστοῦ τ. Sammelb.7440.19

    (ii A. D.), cf. BGU1583.23 (ii A. D.); of officials, e.g. the

    ἐπιστράτηγος, ἐάν σου τῇ εὐμενεστάτῃ τύχῃ δόξῃ Sammelb.7361.21

    (iii A. D.).
    2 = Lat. Fortuna; Τ. Σωτήριος, = Fortuna Redux, Mon.Anc.Gr.6.7; Τ. Πρωτογένεια, = F. Primigenia, SIG1133 (Delos, ii B. C.).
    3 position, station in life,

    ἐγὼ μὲν δὴ τοιαύτῃ συμβεβίωκα τύχῃ.., σὺ δ' ὁ σεμνὸς.. σκόπει.. ποίᾳ τινὶ κέχρησαι τύχῃ.. τὸ μέλαν τρίβων κτλ. D.18.258

    ;

    πάσῃ τ. καὶ ἡλικίᾳ BCH15.184

    , 198,204 ([place name] Panamara);

    οἰκέτης τὴν τ. Ael.NA7.48

    ;

    ἀμφίβολόν ἐστι πότερον ἡλικίας τοὔνομα ἢ τύχης Poll.3.76

    ;

    οἱ δουλικὴν τ. εἰληχότες POxy.1186.5

    (iv A. D.), cf. 1101.7,11,21,24 (iv A. D.), etc.; rank,

    βουλευτικὴ τ. PLond.3.1015.1

    ,4 (vi A. D.), cf. Cod.Just. 1.3.52.1, 4.20.15.1, 9.5.2.
    V Astrol. uses:
    1 = Σελήνη, Vett. Val.126.15; ἀγαθὴ τ. the κλῆρος of the moon, Cat.Cod.Astr.4.81.
    2 ἀγαθὴ and κακὴ τ. names of two of the twelve regions, Vett. Val.69.13,14.
    VI Pythag. name for 7, Theol.Ar.44.

    Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > τύχη

См. также в других словарях:

  • από — (I) (AM ἀπό) πρόθ. σημαίνει 1. απομάκρυνση από τόπο, πρόσωπο, πράγμα, ενέργεια («έφυγε από την πόλη», «ἀπὸ θαλάσσης ᾠκίσθησαν») 2. αλλαγή («από δήμαρχος κλητήρας», «ἀθανάταν ἀπὸ θνατᾱς ἐποίησας Βερενίκαν») 3. προέλευση από τόπο ή πρόσωπο («πήρε… …   Dictionary of Greek

  • αυτόματος — η, ο (AM ος, ον) 1. αυτός που κινείται, συμβαίνει ή λειτουργεί χωρίς εξωτερική επίδραση 2. αυτός που κινείται ή ενεργεί με καθαρά μηχανικά μέσα νεοελλ. 1. (για ανθρώπινες λειτουργίες) αυτός που συντελείται χωρίς την παρέμβαση της θέλησης,… …   Dictionary of Greek

  • καρδιά — Μυώδες κοίλο όργανο με τέσσερις χώρους, η λειτουργία του οποίου είναι θεμελιώδης για την κυκλοφορία του αίματος, καθώς παραλαμβάνει το αίμα από τις φλέβες και ως αντλία το τροφοδοτεί στις αρτηρίες. Η κ. του ανθρώπου βρίσκεται στο πρόσθιο μέσο… …   Dictionary of Greek

  • εμπόριο — Οικονομική ασχολία η οποία, μέσω πράξεων αγοραπωλησίας, μεταβιβάζει τα αγαθά των παραγωγών στους καταναλωτές (ή άλλους παραγωγούς) στην ποσότητα, στον τόπο και στη στιγμή που χρειάζονται. Βασική είναι η διάκριση ανάμεσα σε εσωτερικό και σε… …   Dictionary of Greek

  • αυτοματισμός ή αυτοματοποίηση — Σύνολο μελετών και μεθόδων που αποβλέπουν να αντικαταστήσουν ορισμένες δραστηριότητες του ανθρώπου, σε διάφορες διαδικασίες παραγωγής, με τη βοήθεια κατάλληλων αυτόματων μηχανισμών. Ήδη οι μηχανές έχουν αντικαταστήσει τον άνθρωπο σε πολλές… …   Dictionary of Greek

  • μηχανουργική κατεργασία — Το σύνολο των λειτουργιών οι οποίες, χρησιμοποιώντας μηχανολογικό εξοπλισμό, διαμορφώνουν υλικά με στόχο την παραγωγή εξαρτημάτων με συγκεκριμένες προδιαγραφές. Υπάρχουν πολλά μηχανουργικά εργαλεία, το πιο βασικό των οποίων είναι ο τόρνος. Ο… …   Dictionary of Greek

  • κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… …   Dictionary of Greek

  • κυβερνητική — Επιστημονικός κλάδος που μελετά τις εκούσιες ενέργειες. Βέβαια, ο εν λόγω ορισμός διαφωτίζει μόνο ένα τμήμα του ερευνητικού πεδίου της κ. και αφορά έναν τομέα έρευνας, ο οποίος μπορεί να χαρακτηριστεί νέος στον κύκλο των λεγόμενων ακριβών… …   Dictionary of Greek

  • δίοδος — Ηλεκτρονική συσκευή που παρουσιάζει υψηλότατη αντίσταση σε ηλεκτρικό ρεύμα που τη διασχίζει κατά μία φορά και αμελητέα αντίσταση σε ρεύμα που τη διασχίζει κατά την αντίθετη φορά. Είναι στοιχείο μονής κατεύθυνσης και η λειτουργία της είναι ανάλογη …   Dictionary of Greek

  • Μπαλάνος — Επώνυμο ηπειρωτικής οικογένειας, μέλη της οποίας διακρίθηκαν στα χρόνια της τουρκοκρατίας και μετά την απελευθέρωση της χώρας. 1. Αριστείδης (Ιωάννινα 1819 – Αθήνα 1875). Δικηγόρος και πληρεξούσιος Αττικής του 1864, γιος του Κοσμά Μπαλάνου (βλ. λ …   Dictionary of Greek

  • Οζέ, Πιερ Βικτόρ — Auger, Παρίσι 1899 1993). Γάλλος φυσικός. Μαθητής του Ζ. Μπ. Περέν και καθηγητής της φυσικής στη Σορβόνη από το 1936, πήρε μέρος στην αγγλοκαναδική ομάδα ατομικής έρευνας στο Μόντρεαλ κατά τη διάρκεια του B’ Παγκοσμίου πολέμου. Διετέλεσε, στη… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»